κωφαλαλία

κωφαλαλία
Ταυτόχρονη έλλειψη της ακοής και της φωνής. Ανάλογα με τα αίτια που την έχουν προκαλέσει, η κ. διακρίνεται σε συγγενή, βρεφική και επίκτητη. Οι δύο πρώτες έχουν σχέση με βλάβη της ακοής. Η βλάβη αυτή εμποδίζει την ικανότητα αντίληψης των ήχων και καθιστά αδύνατη τη δημιουργία ακουστικών εικόνων των λέξεων. Φυσική συνέπεια της κατάστασης αυτής είναι να μην αναπτύσσεται ο λόγος. Η επίκτητη κ. μπορεί να δημιουργηθεί από σφοδρές συγκινήσεις ή διασείσεις των νευρικών κέντρων, καθώς και από μερικές πρωτοπαθείς ή δευτεροπαθείς παθήσεις του εγκεφάλου, οι οποίες προκαλούν αλλοιώσεις των κέντρων του προφορικού λόγου κ.ά. Εξάλλου, η συγγενής κ. οφείλεται σε κληρονομικά αίτια ή αίτια που έδρασαν κατά τη διάρκεια της κύησης, ενώ η βρεφική σε διάφορες αρρώστιες της ηλικίας αυτής (μηνιγγίτιδα, τύφος, ιλαρά, διφθερίτιδα κ.ά.). Η ένταση της κ. δεν είναι η ίδια για όλα τα πάσχοντα άτομα, γιατί μερικά έχουν στοιχειώδη ακουστική αντίληψη η οποία τα βοηθά στην άρθρωση ορισμένων φθόγγων. Η κ. μπορεί να είναι πλήρης και να συνυπάρχει με συγγενή τύφλωση. Η αντιμετώπιση της κ. αποβλέπει στην εκμάθηση λεξιλογίου το οποίο στηρίζεται όχι σε ακουστικές αλλά σε οπτικές εντυπώσεις με τον τύπο διαφόρων σημάτων. Στην επίκτητη κ. εξαιτίας διάσεισης ή συγκίνησης, η θεραπεία πρέπει να στοχεύει εναντίον της αιτίας. Η έγκαιρη εξοικείωση με τη νοηματική γλώσσα είναι κεφαλαιώδους σημασίας για την εκπαίδευση και την ποιότητα ζωής των κωφαλάλων. Οι πρώτες προσπάθειες εκπαίδευσης κωφαλάλων έγιναν τον 16ο αι. Μνημονεύεται το όνομα του Ισπανού Πέντρο Πόνθε δε Λεόν ως πρώτου γνωστού εκπαιδευτή. Το 1760 ιδρύθηκε στη Γαλλία το πρώτο δημόσιο εκπαιδευτήριο κωφαλάλων, από τον αβά Ντε λ’ Επέ.
* * *
η [κωφάλαλος]
έλλειψη ή απεκμάθηση τής έναρθρης ομιλίας σε άτομα εκ γενετής κωφά ή που έχασαν την ακοή τους πριν από το 6ο-8ο έτος τής ηλικίας τους.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κρετινισμός — Διαταραχή που χαρακτηρίζεται από σοβαρή διανοητική καθυστέρηση, διαταραγμένη σωματική ανάπτυξη και χαρακτηριστικό προσωπείο. Είναι δευτεροπαθής εκδήλωση υπολειτουργίας του θυρεοειδούς που είναι συγγενής ή αρχίζει νωρίς στη νεογνική ηλικία, ενώ… …   Dictionary of Greek

  • κωφάλαλος — η, ο αυτός που πάσχει από κωφαλαλία. [ΕΤΥΜΟΛ. Νεώτ. συνδετικό σύνθ. < κωφός + άλαλος. Η λ. είναι απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. sourd muet. Η λ. μαρτυρείται από το 1897 στο Λεξικόν ελληνογαλλικόν τού Άγγ. Βλάχου] …   Dictionary of Greek

  • κώφωση — Έλλειψη της αντίληψης των ήχων. Μπορεί να είναι πλήρης ή να περιορίζεται σε εξασθένηση της ακουστικής οξύτητας (βαρηκοΐα) ή επίσης μπορεί να αφορά ολόκληρη την κλίμακα των ήχων ή μόνο ορισμένες συχνότητες (ακουστικά κενά). Το μέγεθος, ο τύπος, η… …   Dictionary of Greek

  • κωφάλαλοι — Άτομα με ειδικές ανάγκες, πάσχοντα από εκ γενετής ή επίκτητη απουσία της ικανότητας της ακοής και της ομιλίας (βλ. λ. κωφαλαλία). Ιστορία. Στην ελληνική και στη ρωμαϊκή αρχαιότητα, οι κ. ζούσαν στο περιθώριο της ζωής και της κοινωνίας. Κατά τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”